- κομματισμός
- οτο να κομματίζεται κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομματισμός — ο 1. το να είναι κάποιος μέλος ενός κόμματος 2. η τυφλή προσήλωση σε ένα κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομματίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
μικροκομματισμός — ο η επιδίωξη κομματικού συμφέροντος με ευτελή συνήθως μέσα και πάνω από κάθε άλλη υψηλότερη σκοπιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κομματισμός (< κόμμα + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φατριασμός — ο η δράση για τα συμφέροντα της φατρίας (βλ. λ.), κομματισμός, μεροληψία, μεροληπτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)